χωροῦμεν

χωροῦμεν
χωρέω
to be fond of dwelling in
pres ind act 1st pl (attic epic doric)
χωρέω
to be fond of dwelling in
imperf ind act 1st pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… …   Dictionary of Greek

  • ισοπαλής — ἰσοπαλής, ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, άλιδος (Α) 1. ίσος στην πάλη, ίσος στη μάχη, ισόπαλος («μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», Ηρόδ.) 2. ίσος, ισοδύναμος («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῑς κινδύνους χωροῡμεν», Θουκ.). επίρρ... ἰσοπαλῶς (Α) με… …   Dictionary of Greek

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”